Οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι κατά τον 19ο αιώνα ήταν συχνοί. Ειδικά μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο οι Ρώσοι αποζητούσαν έναν νέο πόλεμο, για να «ξεπλύνουν» την ήττα που υπέστησαν. Έτσι, ο τελευταίος πόλεμος μεταξύ των δύο αυτών αντιπάλων ήταν αυτός του 1877-1878.Ο πόλεμος αυτός είχε συνέπειες για το Δεδέαγατς, το οποίο βρισκόταν ακόμη στην «παιδική» του ηλικία. Στις 18 Ιανουαρίου 1878 τα ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν για λίγους μήνες την πόλη, χωρίς να σημειωθούν ωστόσο σοβαρά επεισόδια.
Στις 19 Φεβρ./3 Μαρτίου υπογράφτηκε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου η υπογραφή της συνθήκης του Βερολίνου την περιόριζε. Η ισορροπία που επικράτησε στην περιοχή αμέσως μετά τη συγκεκριμένη συνθήκη διαταράχτηκε με τη βίαιη προσάρτηση της Αν. Ρωμυλίας και την αναζωπύρωση των εθνικών αγώνων των λαών που ζούσαν στην περιοχή. Η πολιτική των Βούλγαρων αποσκοπούσε στην προέκταση του κράτους τους προς το Αιγαίο και τη Δυτ. Θράκη. Μάλιστα, όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του αιώνα, τόσο αυξάνεται η βουλγαρική απειλή κατά του ελληνικού στοιχείου με σκοπό τη σύσταση βουλγαρικής κοινότητας στο Δεδέαγατς.
Παράλληλα αναπτύχθηκε στην περιοχή και η δράση των κομιτατζήδων, κυρίως στις αρχές του 20ου αι., σκορπώντας τον τρόμο στον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής. Κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908) οι ανθελληνικοί διωγμοί σε Βουλγαρία και Αν. Ρωμυλία κορυφώνονται, με αποτέλεσμα η ευρύτερη περιοχή του Δεδέαγατς να δεχτεί πλήθος προσφύγων. Το 1905 τοποθετήθηκε πρόξενος στο Δεδέαγατς ο Ίων Δραγούμης, ο οποίος και συντόνισε την εθνική δράση στην περιοχή για δύο περίπου χρόνια, επιδιώκοντας την ευρύτερη κοινωνική συνεργασία όλων των παραγόντων της ελληνικής ζωής που ζούσαν και δρούσαν στο Δεδέαγατς.
Όμως, το κίνημα των Νεότουρκων (1908), στη συνέχεια, με τις υποσχέσεις του για παροχή Συντάγματος και ισοπολιτείας, έφερε στους ελληνικούς πληθυσμούς της Θράκης, και ειδικότερα του Δεδέαγατς, ανησυχία, αφού σύμφωνα με έκθεση του υποπρόξενου Κανελλόπουλου (1908) το καθεστώς των Νεότουρκων έκλεινε τα αυτιά του στις ελληνικές διαμαρτυρίες και τα μάτια στην ένταση των βουλγαρικών ενεργειών.
Κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο ο βουλγαρικός στρατός μπήκε με μικρή δύναμη στο Δεδέαγατς τον Νοέμβριο του 1912, ενώ κατά τον Β΄ Βαλκανικό κι ενώ οι Βούλγαροι εγκατέλειπαν την πόλη βάζοντας φωτιά στα αποθέματα τροφίμων, αγκυροβολεί ανοιχτά του Δεδέαγατς το θωρηκτό «Αβέρωφ» (Ιούλιος, 1913), με τον ναύαρχο Κουντουριώτη κι αποβιβάζει άγημα. Τη διοίκηση της πόλης ανέλαβε ο υποπλοίαρχος Μαυρομιχάλης με σκοπό να ανασυγκροτήσει την πόλη. Με τη συνθήκη όμως του Βουκουρεστίου (Αύγουστος, 1913) η Δυτική Θράκη επιδικάστηκε στη Βουλγαρία κι έτσι η ελληνική διοίκηση αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το Δεδέαγατς. Ο βουλγαρικός στρατός καταλαμβάνει την πόλη (Οκτώβριος, 1913) και αρχίζει ένα ευρύ πρόγραμμα αφελληνισμού των κατοίκων της, απαγορεύοντας ακόμη και τη χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και μετά την προσχώρηση της Βουλγαρίας στις Κεντρικές Δυνάμεις, το Δεδέαγατς βομβαρδίστηκε (07/10/1915) από τον συμμαχικό στόλο, προκαλώντας καταστροφές σ΄ ένα μεγάλο τμήμα της πόλης.
Το 1918 οι Κεντρικές Δυνάμεις χάνουν τον πόλεμο, η Βουλγαρία υπογράφει συμφωνία ανακωχής και αποχωρεί από τη Θράκη. Στο Δεδέαγατς εγκαθίσταται Διασυμμαχική Στρατιωτική Επιτροπή με γενικό διοικητή τον Γάλλο στρατηγό Charpy, ενώ αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στη Θράκη ορίστηκε ο στενός συνεργάτης του Ελ. Βενιζέλου, Χ. Βαμβακάς, ο οποίος εργάστηκε στην περιοχή με μεθοδικότητα. Με τη συνθήκη του Νεϊγύ (Νοέμβριος, 1919) οι Βούλγαροι παραχωρούν επισήμως τη Θράκη. Η διασυμμαχική κατοχή διατηρήθηκε ως τον Μάιο του 1920, οπότε και έπρεπε να αποσυρθούν οι συμμαχικές δυνάμεις και να αντικατασταθούν από τις ελληνικές.
Στις 14 Μαΐου 1920, ο υποστράτηγος Κων/νος Μαζαράκης – Αινιάν αποβιβάστηκε στο λιμάνι της πόλης και υπογράφτηκε το πρακτικό απελευθέρωσης και ενσωμάτωσής της στον εθνικό κορμό, ενώ η ελληνική σημαία υψώθηκε στο Διοικητήριο ( σημερινό ταχυδρομείο). Μετά την απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης, η Αλεξανδρούπολη για μικρό διάστημα ονομάστηκε «Νεάπολις», λόγω του «νεαρού» της ηλικίας της. Έπειτα, όμως, από την επίσκεψη του βασιλιά Αλέξανδρου στη Θράκη (Ιούλιος, 1920), η Νεάπολη μετονομάστηκε προς τιμήν του σε Αλεξανδρούπολη, αφού ήταν ο πρώτος Έλληνας βασιλιάς που επισκεπτόταν τη Θράκη.
Έκτοτε, η πορεία της πόλης θα συνδεθεί με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της χώρας, όπως ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, ο Εμφύλιος και η Δικτατορία, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες διαγράφει μια σταθερή πορεία ανάπτυξης.
Κίτσος Δημήτριος
Φιλόλογος